ὀπτικῶς

ὀπτικῶς
ὀπτικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • ρακεμοποίηση — η, Ν χημ. χημική αντίδραση η οποία οδηγεί στη μετατροπή μιας οπτικώς ενεργού ουσίας, εναντιομερούς, στο αντίστοιχο ρακεμικό μίγμα που είναι οπτικώς ανενεργό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. racemisation (βλ. λ. ρακεμικός)] …   Dictionary of Greek

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • πολωσίμετρο — Όργανο που αποτελείται από δύο πρίσματα Nicol και χρησιμεύει για τη μελέτη των κρυσταλλικών σωμάτων και των διαλυμάτων τους, τα οποία έχουν την ιδιότητα να στρέφουν το επίπεδο πολωμένου φωτός, προσδιορίζοντας το μέγεθος και τη διεύθυνση αυτής της …   Dictionary of Greek

  • πολωσιμετρία — η, Ν χημ. μέθοδος ποσοτικών προσδιορισμών η οποία στηρίζεται στη μέτρηση τής γωνίας στροφής τού επιπέδου πόλωσης τού πολωμένου φωτός μετά τη διέλευσή του μέσα από ορισμένα διαφανή υλικά, τεχνική που χρησιμοποιείται κυρίως στη σακχαροβιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • ρακεμικός — ή, ό, Ν φρ. α) «ρακεμικά μίγματα» χημ. ισομοριακά μίγματα τών δύο οπτικών αντιπόδων χημικών ενώσεων, οι οποίες παρουσιάζουν εναντιομορφία, δηλαδή μια μορφή οπτικής ισομέρειας β) «ρακεμικό οξύ» χημ. ονομασία τού οξέος που ενίοτε παράγεται κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • σακχαρομετρία — και σακχαριμετρία, η, Ν μέθοδος προσδιορισμού τής περιεκτικότητας σε ζάχαρη ενός σακχαρούχου διαλύματος, μέθοδος που στηρίζεται στο φαινόμενο τής στροφής τού επιπέδου τής πόλωσης που προκαλείται από τις οπτικώς ενεργές ουσίες, όπως είναι η ζάχαρη …   Dictionary of Greek

  • τηλεγραφία — η, Ν τηλεπ. 1. σύστημα τηλεπικοινωνίας με το οποίο διαβιβάζονται ηλεκτρικώς, ακουστικώς ή οπτικώς πληροφορίες κωδικοποιημένες βάσει ενός συμβολικού αλφαβήτου 2. ο κλάδος τής ηλεκτρολογίας που μελετά τις μεθόδους και τα μέσα τής τηλεγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • χοληστερικός — ή, ό, Ν χημ. όρος που αναφέρεται σε μια μεσόμορφη κατάσταση τής ύλης, συγγενή προς τη νηματική κατάσταση, η οποία παρατηρείται στην περίπτωση ορισμένων ουσιών με οπτικώς ενεργά μόρια, όπως είναι οι εστέρες τής χοληστερίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”